ακρωτηρίαση

ακρωτηρίαση
(-ις (-εως)] η
1) увеченье, калеченье; уродование, обезображивание; 2) обрезание; урезывание; обрубание; обламывание; 3) мед. ампутирование

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ακρωτηρίαση" в других словарях:

  • ακρωτηρίαση — ακρωτηρίαση, η και ακρωτηριασμός, ο 1. η αποκοπή των άκρων σώματος ή πράγματος: Ο ακρωτηριασμός τού έσωσε τη ζωή. 2. υπερβολικό μίκρεμα κάποιου πράγματος: Αυτό δεν ήταν κλάδεμα, αλλά ακρωτηρίαση των δέντρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκρωτηριάσῃ — ἀκρωτηριάζω cut off aor subj mid 2nd sg ἀκρωτηριάζω cut off aor subj act 3rd sg ἀκρωτηριάζω cut off fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολόβωμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του κολοβώνω, ακρωτηρίαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουτσούρεμα — το, ατος αποκοπή, ακρωτηρίαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»